Κανονικό Δίκαιο

Κανονικό Δίκαιο
Κανονικό Δίκαιο το
Каноническое Право – богословская наука, изучающая совокупность церковных постановлений и законов, принятых решениями Вселенских Соборов, Синодов и традиционной литургической практикой

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Κανονικό Δίκαιο" в других словарях:

  • κανονικός — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… …   Dictionary of Greek

  • εγκατάλειψη — (Νομ.). Όρος που χρησιμοποιείται σε πολλούς κλάδους του δικαίου. Στο οικογενειακό δίκαιο, κατά το παρελθόν, η ε. επί διετία της συζυγικής στέγης αποτελούσε λόγο διαζυγίου, ενώ ο Ποινικός Κώδικας τιμωρούσε με φυλάκιση την εγκατάλειψη εγκυμονούσας …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Παπαδόπουλος Κομνηνός, Νικόλαος — (1655 – 1740). Λόγιος. Καταγόταν από την Κρήτη. Σε ηλικία δώδεκα ετών πήγε στη Ρώμη και φοίτησε στο λεγόμενο ελληνικό φροντιστήριο (Άγιος Αθανάσιος), που το ίδρυσε το 1581 ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ’. Εκεί ειδικεύτηκε και στο κανονικό δίκαιο, και το… …   Dictionary of Greek

  • Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία — (ή απλώς Καθολική ή Δυτική). Η χριστιανική Εκκλησία που υπάγεται στον πάπα της Ρώμης. Στην Ελλάδα παλιότερα χρησιμοποιούνταν ο όρος Δυτική ή Παπική Εκκλησία· ο όρος Δυτική όμως δεν είναι ορθός, γιατί στη Δύση υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, όπως οι …   Dictionary of Greek

  • νομικό γεγονός — Σύμφωνα με το δίκαιο όλων των λαών, η παραγωγή, η τροποποίηση ή η απόσβεση των νομικών σχέσεων ή καταστάσεων ή, όπως γενικότερα λέγεται, η πραγματοποίηση νομικών αποτελεσμάτων, βρίσκονται, κατά κανόνα, σε άμεση εξάρτηση από την επέλευση ενός… …   Dictionary of Greek

  • Γκραβίνα, Τζαν Βινσέντσο — (Gian Vincenzo Gravina, 1664 – 1718).Ιταλός νομοδιδάσκαλος. Υπήρξε ένας από τους ιδρυτές της Ακαδημίας των Αρκάδων της Ρώμης (1635). Δίδαξε αστικό δίκαιο στο Κολέγιο Σαπιέντζα της Ρώμης και, αργότερα, κανονικό δίκαιο. Τα άπαντά του κυκλοφόρησαν… …   Dictionary of Greek

  • Φρίντμπεργκ, Εμίλ Άλμπρεχτ — (Friedberg, Κόνιτς 1837 – Λειψία 1910). Γερμανός θεολόγος, προτεστάντης και εκκλησιαστικός ιστορικός. Δίδαξε εκκλησιαστικό και κανονικό δίκαιο στα πανεπιστήμια της Χάλης (1865), του Φράιμπουργκ (1868) και της Λειψίας (1873) και ήταν ένας από τους …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ЗОНАРА — [греч. ᾿Ιωάννης Ζωναρᾶς] (кон. XI в. между 1162 и 1166), визант. канонист, историк и церковный писатель. Иоанн монашеское имя И. З.; как его звали до пострига, неизвестно. Жизнь В XI XII вв. аристократическая семья Зонара принадлежала к столичной …   Православная энциклопедия

  • ίντεξ — (Ιndex). Ο επίσημος κατάλογος απαγορευμένων βιβλίων (index librorum prohibitorum) της Καθολικής Εκκλησίας, όπως αναφέρεται διεθνώς. Εκτός από ορισμένες περιπτώσεις, η Καθολική Εκκλησία απαγορεύει στους πιστούς της να κατέχουν ή να διαβάζουν τα… …   Dictionary of Greek

  • γενεαλογία — Με τον όρο αυτό περιγράφονται διάφορες έννοιες συγγενικών σημασιών: (α) η σειρά των γενεών προγόνων και επιγόνων μιας οικογένειας, όπως αυτές εμφανίζονται χρονικά, (β) ο κατάλογος ή ο πίνακας στον οποίο καταγράφεται η σειρά των γενεών μιας… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»